φώλι

φώλι
το, Ν [φωλιά]
1. γνήσιο ή τεχνητό αβγό το οποίο τοποθετούν μέσα στη φωλιά κότας για να προσελκύεται και να γεννά αβγά, απότοκο, προσφώλι
2. φρ. «ούτε φώλι ούτε προσφώλι» — παντελής πενία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φώλι — φώλι, το και φωλίτης, ο και φώλος, ο αβγό γνήσιο ή τεχνητό, που αφήνεται στη φωλιά της κότας, για να την προσελκύσει να γεννήσει εκεί, το πρόσφωλο, το προσφώλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φώλος — ο, Ν το φώλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλ ιά (πρβλ. φώλι, φωλίτης)] …   Dictionary of Greek

  • φωλίτης — ο, Ν το φώλι, το προσφώλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλ ιά + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • φωλίτης — ο βλ. φώλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”